τυπολογικός

τυπολογικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπολογία
2. το ουδ. ως ουσ. το τυπολογικό
γλωσσ. το τυπικό τής γραμματικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυπολογία. Η λ., στον λόγιο τ. του ουδ. τυπολογικόν, μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυπολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στην τυπολογία (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., τυπολογικό τυπικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”